Το παλιό, το σύγχρονο και τα λάθη

Γράφει ο
Π. Σ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

Πρόλογος. Παρακολουθώντας την επιστημονική δράση στην Ιχθυολογία, έχω παρατηρήσει ότι όλο και πιο συχνά εμφανίζονται φαινόμενα χαλαρότητας ως προς την τήρηση των επιστημονικών προδιαγραφών για πολλές έρευνες, πράγμα που, τελικά, τις καθιστά προβληματικές. Μερικές δείχνουν σα να γίνονται περισσότερο για προβολή κι εντυπωσιαμό παρά για την ίδια την ανάγκη ή τη γοητεία του θέματος.

Κι αυτό μοιάζει να είναι παγκόσμιο, αφού έχει αυξηθεί υπέρμετρα η ζήτηση (πολλά περιοδικά που ψάχνουν για κείμενα!) αλλά κι η προσφορά (πολλές ομάδες που επιζητούν την αναγνώριση). Το αποτέλεσμα είναι να χαλαρώνει ή να παραμελείται η ουσία, που λέι πως η έρευνα οφείλει να είναι αυστηρή και να στοχεύει στην επίλυση προβλημάτων, θεωρητικών ή πρακτικών, ή/και στη διερεύνηση της γνώσης μέ την εξονυχιστική αναζήτηση της επιστημονικής πληροφορίας και την αξιολόγηση του υλικού στο οποίο αυτή βασίζεται, κι όχι η επιπόλαια χρήση τους.

Οι αναφορές που ακολουθούν εστιάζονται στις περιπέτειες – παλιές και νέες -, ερευνών που χαρακτηρίζονται από πλημμελή ή λάθος διερεύνηση ή λάθος χρήση υλικού, με συνέπεια την ατεκμηρίωτη εξαγωγή συμπερασμάτων. Αυτό παρατηρείται εντονότερα ιδιαίτερα σε κάποιες δήθεν μοντέρνες εργασίες – κυρίως νέων επιστημόνων αλλά και παλαιοτέρων –, που με βάση ευρήματα, π.χ. από βιοχημικές ή/και μαθηματικές αναλύσεις, διατυπώνονται εντυπωσιακά, αλλά αβάσιμα, συμπεράσματα κι απλουστεύσεις κι ενίοτε και λάθος αναθεωρήσεις, συχνά κι ενίοτε σκόπιμες(;) συσκοτίσεις, πλημμελώς τεκμηρωμένες κι ως ένα βαθμό αδικαιολόγητες.

Απ’ ό,τι ξέρω αυτό δε γίνεται μόνο στην Ιχθυολογία αλλά και σε άλλες ειδικότητες. Δυστυχώς, φαίνεται πως στο μυαλό ορισμένων, ενδεχόμενα ταλαντούχων, επικρατεί μια παγιωμένη αντίληψη μεθόδων, πειραματικών εξετάσεων ή/και γραφής, που έχουν τυποποιηθεί και συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Έτσι, η ευγενής προσπάθεια να επανεξεταστούν με νέα μεθοδολογία παλιά επιστημονικά συμπεράσματα – σωστή κι απαραίτητη κατά βάση –, συχνά οδηγεί σε λάθη, γιατί αγνοείται, παραβλέπεται ή υποτιμάται η προηγούμενη γνώση, αλλά κι υπερτιμάται η μοντέρνα.

Ιδιαίτερα είναι λάθος, όταν επιζητείται η αναθεώρηση απόψεων χωρίς ισχυρές αποδείξεις ή, έστω, λογικές παραδοχές, αλλά μόνο με βάση τα αποτελέσματα μιας σύγχρονης έρευνας, τα ευρήματα της οποίας καμιά φορά δεν ερμηνεύονται σωστά ή δεν αναζητούνται βαθύτεροι συσχετισμοί. Όχι πως απαγορεύεται η αναθεώρηση, ούτε ότι το μοντέρνο είναι εξοβελισταίο. Προς θεού! Και βέβαια τα παλιά δεν είναι όλα πανάκεια. Αλίμονο!

Κανείς δε μπορεί να τα ισχυριστεί αυτά… Όμως, είναι εγωϊστικό να λες ή να γράφεις ότι «δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά έτσι», χωρίς να προσκομίζεις τα απαραίτητα τεκμήρια για το προηγούμενο λάθος, εξαντλώντας τη διερεύνηση της καταγραμμένης γνώσης. Υπενθυμίζω ότι ο Αϊνστάιν δεν κατάργησε το Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης, αλλά τον βελτίωσε! Με συναρπάζει πάντα η μετριοφροσύνη κι η εντιμότητα γιατί οι επιστήμονες πρέπει να αναγνωρίζουν τα λάθη τους με θάρρος, κι όχι να τα παραβλέπουν, να τα συσκοτίζουν ή να τα σκεπάζουν.

Δεν είναι κακό να πεις ή να γράψεις: έκανα λάθος… Άλλωστε, μια επιστημονική εργασία είναι δύσκολη δουλειά και γίνονται και λάθη, γι’ αυτό πρέπει να βασανιστείς πολύ για να το κάνεις σωστά. Αλλιώς θα επικριθείς, κάποτε αυστηρά!

Παρακάτω θα δώσω μερικά παραδείγματα, που ελπίζω να δικαιολογούν αυτές τις γενικές διαπιστώσεις.
Ιστορική αναδρομή. Στην Αμερικανική επιστημονική κοινότητα, επικρατούσε παλιά η άποψη ότι όλα τα ’βρισκαν εκείνοι, με αποτέλεσμα να γράφουν για δήθεν νέα πράγματα, που ενίοτε ήταν γνωστά! Από συζητήσεις ξέρω πως αυτό ενοχλούσε πολλούς ευρωπαίους (Γερμανούς, Γάλλους, Σκανδιναβούς, Ρώσους, Σλάβους, κλπ.) με παράδοση στην έρευνα, που είχαν ήδη γράψει στις γλώσσες τους σωστά πράγματα κι έβλεπαν ότι τώρα δήθεν τα ξανά-ανανακάλυπταν οι Αμερικάνοι, ενώ απλά αυτοί τ’ αγνοούσαν ή δεν μπήκαν στον κόπο να ψάξουν συστηματικά, ίσως επειδή δεν ήξεραν άλλες γλώσσες ή από έλλειψη ενημέρωσης.

Τη δεκαετία του 1960, π.χ., η ρωσική ή σοβιετική (αν προτιμάται) επιστήμη είχε κάνει μεγάλες προόδους, κι είχε στείλει στο διάστημα, πριν από τους Αμερικάνους, πυραύλους κι αστροναύτες, κι όχι μόνο. Τότε, λοιπόν, κυκλοφόρησε μια γελοιογραφία που έδειχνε τους πρώτους (επιτέλους!) Αμερικάνους αστροναύτες να βλέπουν, έξω στο διάστημα να πετά ένας «μικρός άγγελος» και τον ρωτούν: eh, you, do you speak English? Κι ο άγγελος ν’ απαντά: niet! Κι έγινε παγκόσμιος χαμός για το αμερικάνικο ρεζιλίκι…

Δε θυμάμαι, ούτε ξέρω ακριβώς, αν τότε ή πιο πριν, οι Εβραίοι του Ισραήλ – πάντα επινοητικοί όταν είναι να βγάλουν λεφτά αλλά και να προωθούν τη δική τους έρευνα – , ίδρυσαν το IPST (=Isreal Program Scientific Translation, δηλαδή Ισραηλινό Πρόγραμμα Επιστημονικών Μεταφράσεων). Το ίδρυμα αυτό στελεχώθηκε από ρωσικής καταγωγής, κυρίως, Εβραίους επιστήμονες που μεταφράσαν στα Αγγλικά σπουδαία βιβλία, κι έτσι έγιναν προσιτά και σ’ εκείνους που δεν ξέρανε Ρώσικα. Μεταφράστηκαν κι αρκετά καλά βιβλία για τα ψάρια.

Ανάμεσά τους ήταν βιβλία του Ανατόλη Σβετοβίντοβ (Svedovidov) (τον γνώρισα κάποτε και μου χάρισε κι ένα βιβλίο του, στα Ρώσικα αυτό, για τα ψάρια της Μαύρης θάλασσας – το έχω), ενώ άλλα για τους μπακαλιάρους και τις ρέγκες-αλόζες τα μετέφρασε στα Αγγλικά το IPST, όπως και του Αντριάσεβ (Andriasev) (ένα γεροδεμένο Ρώσο που έμοιαζε με λοστρόμο καραβιού!) για τα ψάρια της Απω Ανατολής, του πανύψηλου Γκιόργκι Νικόλσκυ (Nikolsky) (να βάλετε τον Νταουλά, που τον είχε καθηγητή, να σας πει γι’ αυτόν τον σπουδαίο επιστήμονα), κλπ.

Επίσης, το τρίτομο σύγγραμμα του Λέβ Σιμόνοβιτς Μπεργκ (L. S. Berg) για τα ψάρια του γλυκού νερού της (τότε) ΕΣΣΔ, ένα εξαιρετικά έγκυρο βιβλίο, αληθινός θησαυρός! Αργότερα, έγινε στις ΗΠΑ κι άλλο μεταφραστικό κέντρο, κι έτσι αποδόθηκαν στα Αγγλικά σπουδαία επιστημονικά κείμενα. Μετά από αυτά, η κατάσταση βελτιώθηκε κι οι Αμερικάνοι είχαν άμεσα πλέον πληροφορίες στη γλώσσα τους, κι αν ήταν σοβαροί – που ήταν, γιατί η επιστημονική τους κοινότητα είναι πολύ απαιτητική – της αξιοποιούσαν ανάλογα.
Έλεγχος των πηγών.

Σήμερα, βέβαια, τα πράγματα έχουν γίνει πιο εύκολα με το διαδίκτυο, έτσι ώστε κείμενα, ακόμα κι από τα … Κορεάτικα μπορούν να μεταφραστούν αυτόματα στα Ελληνικά! (Το έκανε ο Μίνος). Σε κακά έστω, γιατί οι μεταφράσεις μπορεί να είναι άστοχες αλλά για κάποιον που ξέρει το θέμα και γνωρίζει καλά Ελληνικά διορθώνονται, και το νόημα βγαίνει. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει, αν και λιγότερο οξύ, σε άλλη βάση. Μερικοί, άπειροι, κυρίως νέοι, επιστήμονες, αλλά κι άλλοι, θα έλεγα επιπόλαιοι, λανθασμένα νομίζουν ότι αρκούν οι πληροφορίες από δεύτερο χέρι σε κάποια Βάση Δεδομένων να τους καλύψει!

Σίγουρα δεν μπορεί, γιατί δε ξέρουμε αν εκείνος που τροφοδοτεί τη Βάση αυτή, ξέρει το θέμα κι αν έκανε καλά τη δουλειά του. Πως μπορούμε να τον εμπιστευτούμε αν δεν ελέγχουμε την πληροφορία από πρώτο χέρι; Συχνά αυτό είναι δύσκολο, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Παλιά στις εκλογές καθηγητών στο ΑΠΘ υπήρχαν πολλοί εκλέκτορες που στηλίτευαν αυτή την εύκολη ταχτική κι απαιτούσαν να αναφέρονται οι πηγές απ’ ευθείας, κι όχι μέσω τρίτων!

Δυστυχώς αυτό ήταν συχνά ανέφικτο γιατί οι πρωτότυπες εργασίες ήταν δυσεύρετες κι η απόκτηση αντιγράφων δαπανηρή και χρονοβόρα. Ρωτήστε κι εμένα να σας πω πόσο έψαξα για να βρω μια εργασία του Erhard του 1858 για την πανίδα των Κυκλάδων ή πόσα πλήρωνα κάθε φορά, π.χ. στο CNRS στο Παρίσι, για να βρω παλιές εργασίες, δυστυχώς ακόμα και του Αθανασόπουλου, του προηγούμενου καθηγητή, της Ζωολογίας στο ΑΠΘ, που έφυγε και δεν άφησε τίποτε πίσω του; Πόσο μάλλον παλιές τούρκικες, βουλγάρικες, σκοπιανές, αλβανικές για τα όμορα ύδατα; Ενώ σήμερα με την ψηφιοποίηση τα πράγματα είναι πιο εύκολα.

Από τ’ άλλο μέρος, υπήρχε κι υπάρχει το πρόβλημα του σπασμένου τηλέφωνου, δηλαδή ποιός έγραψε τι και πόσο «αυτό» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή/και μεταφέρεται σωστά. Υπάρχει πάντα μεγάλος κίνδυνος παρανόησης ή/και λάθος ερμηνείας, στοιχείων (εικόνες, φωτογραφίες, σχέδια, πίνακες), ακόμα και της προέλευσης του βασικού υλικού. Δεν είναι σωστό, π.χ. ν’αναφέρει κάποιος απλά ότι το «είπε ο τάδε», ακόμα κι αν ο «τάδε» είναι έγκυρος ερευνητής. Ύπάρχουν, βέβαια, κι οι αναθεωρήσεις (review), αλλά ο κίνδυνος παραμένει.

Η δικαιολογία ότι: δε φταίω εγώ, ο τάδε το λέει, δε στέκει! Μια μεγάλη παρανόηση προέρχεται κι από τη μη ακριβή αναγραφή του τόπου προέλευσης του υλικού, δηλαδή την type locality όπως λέγεται διεθνώς – γι’ αυτό γκρινιάζω για σχολαστικότητα σχετικά με τα δείγματα. Για παράδειγμα, είναι λάθος να λες: περιγράφτηκε από το Λούρο, αλλά εγώ το βρήκα και στον Άραχθο, το ίδιο είναι. Μπορεί να είναι το ίδιο, όμως μπορεί και να μην είναι.

Το στροσίδι και το σκαρούνι. Για να γίνω πιο κατανοητός θέλω να δώσω δυο παράδειγμα από τα ψάρια στροσίδι και σκαρούνι του γένους Barbus. Στα 1870 ο περίφημος Αυστριακός ιχθυολόγος Φραντζ Σταϊνντάχνερ (Frantz Steindachner), που περιέγραψε πολλά νέα είδη ψαριών (γλυκού νερού και θαλασσινών) απ’ όλο τον κόσμο κι από την Ελλάδα, περιέγραψε(1) κι ένα που το ονόμασε Barbus albanicus (δηλαδή Μυστακίας ο αλβανικός, ας πούμε) – το γνωστό στροσίδι της Παμβώτιδας, που απειλείται με εξαφάνιση ή ενδεχόμενα να έχει ήδη χαθεί, ενώ άλλοτε ψαρευόταν άφθονο στη λίμνη (!) –, γιατί του είπαν, λανθασμένα, ότι τα δείγματα προερχόταν από την Αλβανική λίμνη Σκαντάρ ή Σκούταρη (Β. Αλβανία) – δεν υπήρχε ποτέ κι ούτε υπάρχει τέτοιο ψάρι στη μεγάλη αυτή λίμνη.

Να πούμε με την ευκαιρία ότι ο Σταϊνντάχνερ, που θεωρήθηκε δίκαια ως ένας από τους μεγαλύτερους ιχθυολόγους του 18ου αιώνα, στην πραγματικότητα ήταν παθιασμένος ερασιτέχνης! Ο Χάραλτ Άνελτ (Harald Ahnelt), μου έλεγε πως ήταν πάμπλουτος μεγαλοδικηγόρος της Βιέννης, επίλεκτο μέλος της Υψηλής Κοινωνίας και φίλος του αυτοκτάτορα Φραγκίσκου-Ιωσήφ. Ίδρυσε το περίφημο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης (Naturhisrorisches Museum), ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης και του Κόσμου και χρηματοδότησε πολλές εξερευνητικές αποστολές.

Έτσι, ξόδεψε όλη του την περιουσία και πέθανε φτωχός σ’ ένα δωμάτιο του Μουσείου, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το υλικό που είδα στο Μουσείο είναι τεράστιο και δεν έχει μελετηθεί ακόμα! Σχετικά με το στροσίδι, λοιπόν, επανήλθε το 1896(2) κι αναγνώρισε ότι τα δείγματά του ήταν στην πραγματικότητα από την Παμβώτιδα (βλέπε και Economidis & Herzig-Strassil (3)). Συνεπώς σήμερα type locality του είδους είναι η Παμβώτιδα, γι’ αυτό κι έχει τεράστια σημασία η διάσωσή του γενετικού αποθέματος που κουβαλά.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικό, αλλά και πιο περίπλοκο, είναι το παράδειγμα με το σκαρούνι, το Barbus graecus της Κωπαϊδας (Υλίκης), δηλαδή, που ο Σταϊνντάχνερ περιέγραψε(2) ως νέο είδος με βάση δύο δείγματα από τον… Ασπροπόταμο (=Αχελώο), κοντά στο Αγγελόκαστρο! Έτσι, του είπαν, αν και στην ετικέτα γράφει: υποτίθεται (angeblich, στα Γερμανικά) ότι είναι από κει. Μάταια, πολλοί μετά προσπάθησαν να ξαναβρούν στο ίδιο μέρος, το ψάρι αυτό. Τίποτε. Ούτε στα δείγματα του Κόλλερ (Koller)(4,5), που διαδέχτηκε στο μουσείο τον Σταϊντάχνερ, υπήρχε graecus. Ούτε ο Στεφανίδης(6) – που μου έλεγε πως έψαξε σχολαστικά την περιοχή – το βρήκε, ούτε κανείς άλλος, ούτε κι εγώ.

Τελικά πίστεψα ότι το ψάρι αυτό δε ζει στον Αχελώο, ούτε σ’ ολόκληρο το υδροκριτικό σύστημα της Δ. Ελλάδας. Πως θα μπορούσε, άλλωστε, να συνυπάρξει σε συμπατρική διαβίωση με το ανταγωνιστικό του Barbus albanicus, δηλαδή το στροσίδι (ευρύτατα εξαπλωμένο στην περιοχή), κι ας φαντάστηκαν μερικοί ότι το ένα ήταν υποείδος του άλλου(7) ή σχημάτιζαν υβρίδια μεταξύ τους(6). Τελικά το σκαρούνι ζει μόνο στο Βοιωτικό Κηφισό και στο Σπερχειό. Μήπως, όμως, τελικά δεν επρόκειτο για δύο είδη αλλά για ένα;

Μερικοί το είπαν κι αυτό(7). Μα τότε πως γίνεται στην Υλίκη να ζει το ψάρι που μοιάζει με την εικόνα και την περιγραφή του Σταϊνντάχνερ; Κάποιος μάλιστα φαντάστηκε ότι αφού στον Αχελώο δεν υπάρχει graecus, τότε αυτό της Υλίκης ήταν πράγματι άλλο είδος κι έσπευσε άκριτα να κανει την περιγραφή του ως νέο με το όνομα Messinobarbus carottae(8) (!), πράγμα που είναι λάθος γιατί και στο Σταϊνντάχνερ να μην άνηκε, το όνομα έπρεπε να αποδοθεί στο Στεφανίδη(9) γιατί προϋπήρξε η δική του περιγραφή κι εικόνα κι επομένως, σε περίπτωση αποκλεισμού του Σραϊντάχνερ ο Στεφανίδης έπρεπε να είναι ο συγγραφέας του Barbus graecus κι όχι καρότα και ρεπάνια! (Να σημειώσω ακόμα ότι το όνομα carottae δόθηκε προς τιμήν μιας κυρίας ονόματι Carotta, συνοδού του συγγραφέα εκείνη την εποχή.

Αν είναι δυνατόν από μια χώρα με τόση ιστορία!). Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι γιατί το δείγμα του μουσείου της Βιέννης ταίριαζε απόλυτα, όπως κι η περιγραφή κι η εικόνα του Σταϊνντάχνερ, με το σκαρούνι της Υλίκης. Αρα ήταν έγκυρο κι απλά δεν ταίριαζε η καταγωγή του. Δηλαδή σα να λέμε ότι κάποιος περιέγραψε, με ακρίβεια, ένα πραγματικά νέο είδος λιονταριού από τη Νεμέα, που όμως το πήγανε εκεί και το ελευθερώσανε εκεί από μιαν άγνωστη περιοχή της Αφρικής (κάποιο τσίρκο ή κυνηγός)!

Για να λύσω το μυστήριο με το graecus, του οποίου ήξερα καλά τη μορφολογία από τα δικά μου δείγματα αλλά κι από την περιγραφή του Στεφανίδη με την ωραία φωτογραφία του, ζήτησα κι είδα όλα τα δείγματα του είδους από τις συλλογές του μουσείου της Βιέννης και ζήτησα από τη Μπάρμπαρα Χέρτζικ (Barbara Herzig) να μεταφράσει όλα τα πρωτόκολλα και τις ετικέτες. Τελικά βρέθηκε, πως εκτός από ένα, όλα τα δείγματα, από μεταγενέστερες συλλογές από την ίδια περιοχή του Αχελώου (τι λέγαμε;) ήταν albanicus και μόνο ένα ήταν graecus, ίδιο με την εικόνα από την αρχική περιγραφή του Σταϊνντάχνερ.

Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα, όλα τ’ άλλα, που εξέτασε ο Κόλλερ, από την ίδια τοποθεσία, ήταν albanicus – πράγμα που μπέρδεψε πολλούς άλλους (π.χ. Almaça, Bianco, κλπ). Το μυστήριο της προέλευσης του αρχικού δείγματος graecus (στον κατάλογο γράφει ότι ήταν δύο, αλλά ένα βρέθηκε), ωστόσο, για το πως, δηλαδή, βρέθηκε στον Αχελώο ή στο Βραχώρι (Αγρίνιο), παρέμενε…

Τότε μου ήρθαν στο μυαλό τα μπλεξίματα με τις περιοχές προέλευσης και δυσκολεύτηκα να πείσω τη Χέρτζικ (βλέπε Economidis & Herzig (10)) ότι ο άνθρωπος που έστειλε τα δείγματα στον Σταϊνντάχνερ, πιθανότατα ήταν ένας Βαυαρός γιατρός ονόματι Νίντερ (Nieder) – τον αναφέρει ο Χελντράιχ (Heldreich)(11) – , που ζούσε τότε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) κι είδε αυτά τα κάπως αλλιώτικα στροσίδια, που ποιός ξέρει πως βρέθηκαν εκεί, ίσως από κάποιον ψαρομανάβη που για να δικαιολογήσει στο γιατρό ότι ήταν φρέσκα πιθανώς είπε: να απ’ εδώ τ’ έχω, απ’ τον Ασπροπόταμο κοντά στο Αγγελόκαστρο!

Έτσι έγινε το λάθος; Πιθανόν… Προς ενίσχυση, όμως, αυτής της άποψης έχω κι άλλα παραδείγματα να δώσω. Τον Αύγουστο του 1971 ψάρευα στον Αξιό δίπλα στην Αξιούπολη, αλλά λίγο πριν είδα στον πάγκο ενός ψαρομανάβη μερικά άτομα Stizostedion lucioperca, (χαραμής), είδος που σε μας ζει μόνο στον Έβρο. Στην ερώτηση από που είναι αυτά τα ψάρια η απάντηση ήταν από δω δίπλα, φυσικά.

Τον Ιούνιο του 1972 είμαστε με το Στεφανίδη στην Καστοριά κι εκεί στην ψαραγορά είδαμε Chondrosoma prespense (σκουμπούζι), που ζει μόνο στις Πρέσπες. Ίδια ερώτηση ίδια απάντηση. Το ίδιο συνέβηκε αρκετές φορές και με την ιχθυόσκαλα και τις ψαραγορές της Θεσσαλονίκης που τις επισκέπτομαι συχνά. Εκεί βλέπω, καμιά φορά, γνωστά είδη από την Τριχωνίδα, όπως το εύκολα αναγνωρίσιμο σε μένα Scardinius acarnanicus (τσερούκλα) και πάντα η απάντηση είναι ότι τα ψάρια είναι φρέσκα κι η απόδειξη είναι πως ψαρεύτηκαν στη Βόλβη ή στη Δοϊράνη! Που φυσικά δεν είναι από κει!

Άλλωστε, έχω γράψει πολλές φορές και για τα τόσα θαλασσινά που μας πασάρουν οι μανάβηδες κι οι ταβερνιάρηδες και τρώμε. Δηλαδή, τα ψευτομπάρμπουνα ή κατσικόψαρα των τροπικών θαλασσών, την αθερίνα Τουρκίας, τα λυθρίνα Αργεντινής ή Μαρόκκου, τους μεγάλους κολιούς Γαλλίας κ.λπ., ισχυριζόμενοι ότι είναι από τη διπλανή θάλασσα ή FAO 37! (Συνέχεια γράφουν γι’ αυτά οι εφημερίδες). Σε μας εδώ είναι πάντα (!) από τη… Χαλκιδική. Κι αν τολμήσεις να βγάλεις γλώσσα σε λούζουν με χίλια όσα απαξιωτικά. Πάντως, ένας κάποτε στο Γαύριο της Άνδρου κώλωσε, όταν έβαλα στοίχημα το αυτοκίνητό μου για το ό,τι δηλαδή το δήθεν μαριδάκι που πουλούσε ήταν γοπάκι (πικρό σκοντζογοπί ή γιαλίτης)!

Όμως για τους επιστήμονες υπάρχει και το εξής δίλημμα: ένα ψώφιο ψάρι πεταμένο στην αμμουδιά είναι δείγμα; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά: όχι. Εκτός κι αν πιαστεί ένα ίδιο ζωντανό άτομο εκεί κοντά. Το ψώφιο στην αμμουδιά, πάντως, μπορεί να προέρχεται κι από το ξεκαθάρισμα της συσκευασίας, π.χ. από λυθρίνια Αργεντινής, που λίγο πριν παρέλαβε η διπλανή ψαροταβέρνα κι ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικά άλλα «εξωτικά», αλλά μη εμπορεύσιμα. Ας το ’χουν κι αυτό υπόψη τους μερικοί, γιατί οι άλλοι ενδεχόμενα λένε ψέματα…

Η Μορφολογία κι η Μοριακή Γενετική
Υστερα από τα παραπάνω γεννάται το ερώτημα: τι είναι μοντέρνο και τι είναι παλιό; Η άποψη του Δημόκριτου π.χ. για τα άτομα, δεν είναι μοντέρνα, είναι πράγματι πολύ παλιά, κι όμως διδάσκεται ακόμη! Το ίδιο ισχύει και για ένα σωρό άλλες επιστήμες που τα θεμέλια τους ενδεχόμενα μπήκαν εδώ και πολλά χρόνια… Όπως η Μορφολογία, που είναι παλιός κλάδος, ενώ η Μοριακή Γενετική είναι μοντέρνος.

Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν μπορεί καμιά Μοριακή Γενετική να ισχυριστεί ότι η Μορφολογία πρέπει να παραγκωνιστεί κι ευτυχώς κανείς σοβαρός δεν το εννοεί κιόλας. Ομως, μερικοί ευφάνταστοι θεωρούν ότι η Μοριακή Γενετική είναι περίπου η Αλάνθαστη Μέθοδος του Θεού που δε χρειάζεται τη βοήθεια των άλλων κλάδων. Κι άρα μπορεί π.χ. να ισχυριστεί κάποιος – φυσικά με βάση τα πειραματικά ευρήματα του –, ότι οι ζέβρες π.χ. δεν είναι τίποτε άλλο παρά γαϊδούρια που … φορούν πιτζάμες ή στολές καταδίκων!

Όμως, ο αντίλογος λέει ότι οι ζέβρες είναι ζέβρες και τα γαϊδούρια, γαϊδούρια γιατί η μορφολογία τους είναι εντελώς διαφορετική κι εύκολα αναγνωρίσιμη. Κι αυτό συνδέεται και συντηρείται κι από τη γενετική απομόνωση, γιατί στα καλά καθούμενα καμιά ζέβρα δεν θα διασταυρωθεί με ένα γαϊδούρι, ούτε το αντίθετο. Κι αν η διασταύρωση γίνει κι είναι και γόνιμη, τότε έχουμε έναν από τους μηχανισμούς ειδοπλασίας ή ειδογένεσης (speciation). Εδώ, λοιπόν, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Μορφολογία τα καταφέρνει και μόνη της και δε χρειάζεται την ενίσχυση από άλλους κλάδους.

Απλά μπορεί να δεχτεί την επιβεβαίωση ή, έστω, την απόρριψη ή στο τέλος-τέλος τις βαθύτερες συγγένειες. Ομως όλα αυτά πρέπει να είναι καλά τεκμηριωμένα. Αυτό κάνουν οι σοβαροί ερευνητές. Πράγμα που δεν συμβαίνει όταν βγάζεις ίδια τα Barbus που ζουν στα ρέματα και διακρίνονται εύκολα αν έχουν ή δεν έχουν δοντάκια στην 4η απλή ακτίνα του ραχιαίου πτερυγίου. Εδώ, καμιά Μοριακή Γενετική δεν πείθει όταν λέει ότι τα δοντάκια αυτά, που έχει το Barbus prespensis ή το Barbus cyclolepis αλλά δεν έχει το Barbus rebeli, το Barbus balcanicus και το Barbus peloponnesius, δεν έχουν σημασία.

Συνεπώς, δε δικαιολογούνται να λένε ότι στον Αώο π.χ. τα rebeli – ή ό,τι είναι, τέλος παντων -, που δεν έχουν τέτοια δοντάκια, μπορούν να ζουν εκεί μαζί με τα prespensis! Είναι λάθος που αντικρούεται κι από το γεγονός ότι ψάρια αυτά είναι ανταγωνιστικά κι αν ζούσαν συμπατρικά στο ίδιο υδροκριτικό σύστημα, το ένα θα είχε προ πολλού, εξαλείψει το άλλο… Ωστόσο η Μοριακή Γενετική έχει κάνει θαυμάσιες ανακαλύψεις κι είναι πράγματι εξαίρετο εργαλείο στα χέρια ικανών επιστημόνων. Περί ων, άλλη φορά.

Βιβλιογραφία
(1) Steindachner F., 1870; Ichthyologische Notizen, X: 9. Barbus albanicus n. sp. Sit. Ber. Math. Natur. Classe, Akad. Wiss., 61: 630-631.
(2) Steindachner F., (1895) 1896. Beiträge zur Kenntnis der Süsswasserfische der Balkanhalbinsel-Denkschr. Akad Wiss. Math-Naturwiss. Cl. 63: 181-188.
(3) Economidis P.S. & B. Herzig-Straschil, 2003. Barbus albanicus Steindachner, 1870. Ιn: Handbook Freshwater Fishes Europe, Aula Verlag, 5II: 23-41.
(4) Koller O., 1926. Eine kritische Übersicht über die bisher beschriebenen mittel und südeuropäischen Arten der Cyprinidengattung Barbus Cuvier. SB Akad. Wiss. Wien, 135: 167-202.
(5) Koller O., 1927: Süsswasserfische aus Griechenland. Zool. Anz. 70, 267-270.
(6) Στεφανίδης A., 1939. Tα ψάρια του γλυκού νερού της Δ. Eλλάδος και της νήσου Kερκύρας. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Aθηνών, 44 σελ.
(7) Karaman, M. S., 1971. Süsswasserfische der Türkei. 8. Teil. Revision der Barben Europas, Vorderasiens und Nordafrikas. Mitt. Hamburg. Zool. Mus. Inst. 67: 175-254.
(8) Bianco P.-G., 1998. Diversity of Barbinae fishes in southern Europe with description of a new genus and a new species. Ital. J. Zool., 65 Suppl.: 125-136.
(9) Στεφανίδης A., 1939. Iχθύες των γλυκέων υδάτων της Aττικοβοιωτίας. Δελτίο Φυσικών Επιστημών Τεύχος 50-51: 49-60.
(10) Economidis P.S. & B. Herzig-Straschil, 2003. Barbus graecus Steindachner, 1895. Ιn: Handbook Freshwater Fishes Europe, Aula Verlag, 5II: 219-226.
(11) Heldreich T. 1878. La faune de Grèce. 1er partie. Animaux Vertébrés. Athènes, 113 p.

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.