Ανασύσταση της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής ανα είδος, αλιευτικό εργαλείο και υποπεριοχή την περίοδο 1928-2007

Δημήτριος Κ. Μουτόπουλος1 και Κωνσταντίνος Ι. Στεργίου2

1. ΤΕΙ Μεσολογγίου, Τμήμα Υδατοκαλλιεργειών & Αλιευτικής Διαχείρισης, [email protected] 2. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Ζωολογίας, Εργ. Ιχθυολογίας, Θ. 134, 541 24 Θεσσαλονίκη, [email protected]

Εισαγωγή
Ένα από τα κρίσιμα προβλήματα για την εκτίμηση των επιπτώσεων της αλιείας στο θαλάσσιο οικοσύστημα είναι το γεγονός πως η παρακολούθηση και η καταγραφή των δεδομένων αλιείας γίνεται αρκετά μετά από την ανάπτυξη της αλιευτικής δραστηριότητας (Sahrage and Lundbeck, 1992).

Για το λόγο αυτό η γνώση για προγενέστερες χρονικές περιόδους (Pauly, 1995) όπου οι επιδράσεις της αλιείας ήταν ελάχιστες σε σύγκριση με τη σύγχρονη περίοδο, αποτελεί μια χρήσιμη «δεξαμενή» γνώσεων για να επαναπροσδιοριστούν τα, απαραίτητα για τη διαχείριση αλιείας, σημεία αναφοράς (Zeller and Pauly, 2006). Στην παρούσα εργασία περιγράφουμε σύντομα την ανασύσταση της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1928-2007 όπως αυτή πραγματοποιήθηκε σε τρεις πρόσφατες εργασίες (Moutopoulos & Stergiou 2011, 2012, Μουτόπουλος 2012), στις οποίες μπορούν να ανατρέξουν όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερες λεπτομέρειες και για πρόσβαση στα πρωτογενή δεδομένα.

Για την ανασύσταση της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής της περιόδου 1928-2007 από ανεξάρτητους φορείς συλλογής αλιευτικών δεδομένων. Η ανασύσταση της παραγωγής έγινε ανά είδος σε εκτεταμένη χωρο-χρονική διάσταση (80 έτη στις 16 αλιευτικές υποπεριοχές της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής) για τα κυριότερα αλιευτικά εργαλεία (μηχανότρατα, γρι-γρι, βιντζότρατα και εργαλεία της παράκτιας αλιείας) της ελληνικής αλιείας. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήσαμε έχει εφαρμοστεί για την ανασύσταση της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής, καθώς και για την παραγωγή κάθε κράτους ξεχωριστά (βλέπε π.χ. Zeller and Pauly, 2006).

Η ιστορική διερεύνηση της ελληνικής αλιείας και η σύνδεση της σύγχρονης εποχής με προγενέστερες περιόδους, θα αναδείξει τις μεταβολές στη σύνθεση των αλιευόμενων ειδών, των προτύπων εκμετάλλευσης και τυχόν οικοσυστημικών αλλαγών, με σκοπό την ολοκληρωμένη περιγραφή της διαχρονικής δομής και της δυναμικής της ελληνικής αλιείας.

Τα δεδομένα
Η ανασύσταση βασίστηκε στα επίσημα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής που προέρχονται από τα επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται στις ελληνικές θάλασσες κατηγοριοποιημένα σε δυο ομάδες ανάλογα με την ισχύ της μηχανής των σκαφών (Moutopoulos & Stergiou, 2012):

(α) στα δεδομένα που συλλέγονται από όλα τα επαγγελματικά μηχανοκίνητα σκάφη, με εξαίρεση τα μηχανοκίνητα σκάφη της παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP και (β) στα δεδομένα που συλλέγονται από τα επαγγελματικά μηχανοκίνητα σκάφη της παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP.

Ειδικότερα, τα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής προέρχονται από τις χρονοσειρές:
(α) της περιόδου 1928-1939, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 1) για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη που καταγράφηκαν από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΓΣΥΕ, 1934-1940 και Moutopoulos & Stergiou, 2011),

(β) της περιόδου 1940-1949, από συνολικά (για όλα τα είδη, αλιευτικά εργαλεία και περιοχές) δεδομένα για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, τα οποία προέρχονται από διάσπαρτα στοιχεία του Ανανιάδη (1968), καθώς τα επίσημα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα,

(γ) της περιόδου 1950-1963, ανά είδος για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, τα οποία προέρχονται από τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (Food Agriculture Organization – FAO: www.fao.org)

(δ) της περιόδου 1964-1969, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 1) για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη που καταγράφονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ, 1966-2009),

(ε) της περιόδου 1964-2007, για τα δεδομένα των μεγάλων πελαγικών ειδών ψαριών, τα οποία καταγράφονται από τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση των Τοννοειδών του Ατλαντικού (International Commission for the Conservation of Atlantic Tunas – ICCAT), (στ) της περιόδου 1970-1989, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 1) για τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, εκτός των παράκτιων σκαφών με ισχύ μηχανής < 19 HP που καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ (ΕΛΣΤΑΤ, 1966-2009),

(ζ) της περιόδου 1990-2007, ανά είδος, υποπεριοχή (Εικόνα 1) και αλιευτικό εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια σκάφη) για τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, εκτός των παράκτιων σκαφών με ισχύ μηχανής < 19 HP, που προέρχονται από την πρωτογενή βάση της ΕΛΣΤΑΤ (Αικ. Νασιάκου προσ. επικ.),

(η) της περιόδου 1975-2001, συνολικά (για όλα τα είδη και περιοχές) δεδομένα για τα μηχανοκίνητα παράκτια αλιευτικά σκάφη με ισχύ μηχανής < 19 HP, που καταγράφονται από τη Γεωργική Στατιστική της Ελλάδας (ΓΣΕ, 1977-2009) και

(θ) της περιόδου 2002-2007, δεδομένα ανά υποπεριοχή από 41 παράκτιους νομούς της χώρας (Εικόνα 1), για τα μηχανοκίνητα παράκτια αλιευτικά σκάφη με ισχύ μηχανής < 19 HP που καταγράφονται από τη ΓΣΕ (ΓΣΕ, 1977-2009).

Η ανάλυση στηρίχθηκε στην παραγωγή 75 ειδών, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, τεσσάρων αλιευτικών εργαλείων και 16 υποπεριοχών (συνολικά 4800 χρονοσειρές παραγωγής) και τα ανασυσταμένα δεδομένα βρίσκονται σε ελεύθερη πρόσβαση στην ιστοσελίδα http://www.jbr.gr/main/index.htm (Moutopoulos & Stergiou, 2012).

alieftika-nea

Εικόνα 1.Χάρτης των ελληνικών θαλασσών και της χωρικής διαμερισματοποίησης, σύμφωνα με τους φορείς συλλογής αλιευτικών δεδομένων: οι κωδικοί S3 έως S18 υποδεικνύουν τις 16 υποπεριοχές (κάθε μια εσωκλείεται από γραμμές) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, την περίοδο 1964-2007, οι μαύροι κύκλοι υποδεικνύουν τα 29 λιμεναρχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, την περίοδο 1928-1939 και οι περιοχές με γκρι υποδεικνύουν τους νομούς της Γεωργικής Στατιστικής της Ελλάδας, την περίοδο 1975-2007.

Ανασύσταση αλιευτικής παραγωγής
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η εξέλιξη της ελληνικής παραγωγής για την περίοδο 1928-2007 εμφάνισε διάφορες φάσεις με το χρόνο (Εικόνα 2α): (1) μια βαθμιαία αύξηση την περίοδο 1928-1946 (κλίση b=0,42), (2) μια έντονη (κλίση b=1,42) αύξηση την περίοδο 1947-1969 και (3) μια περισσότερο έντονη (κλίση b=3,52) γραμμική αύξηση την περίοδο 1970-1994. Αντίθετα, την περίοδο 1995-2007 η παραγωγή μειώθηκε σημαντικά (P<0,05) κατά 37,0%.

Ειδικότερα, η συνολική ανασυσταμένη παραγωγή (για όλα τα είδη/υποπεριοχές/αλιευτικά εργαλεία) αυξήθηκε κατά 2206 % μεταξύ των ετών 1928 και 2007, κυμαινόμενη από 6073 t, το 1928, έως 133964 t, το 2007, με μέγιστο τους 193256 t, το 1994 (Εικόνα 2α).

Η ανασυσταμένη ετήσια παραγωγή ανά αλιευτικό εργαλείο (Εικόνα 2β) εμφάνισε βαθμιαία αύξηση κατά τα έτη 1928-1994, με την παραγωγή των παράκτιων σκαφών να εμφανίζει μια πιο έντονη αύξηση (τιμές κλίσης = 0,059) σε σύγκριση με τα υπόλοιπα εργαλεία (τιμές κλίσης: μηχανότρατες = 0,031, γρι-γρι = 0,039 και βιντζότρατες = 0,040). Από το 1995, η παραγωγή από τα γρι-γρι, τις βιντζότρατες και τα άλλα παράκτια σκάφη βαθμιαία μειώθηκε (κατά 48,1%, 23,9% και 18,5%, αντίστοιχα).

Αντίθετα, η παραγωγή από τις μηχανότρατες μειώθηκε κατά τα έτη 1994-1999 και ύστερα αυξήθηκε σχεδόν στις τιμές που καταγράφηκαν στα μέσα του 1990. Τα παραπάνω πρότυπα ισχύουν και για την ανασυσταμένη παραγωγή ανά εργαλείο και υποπεριοχή, καθώς και για τις ανασυσταμένες παραγωγές των πιο άφθονων ειδών ανά εργαλείο και υποπεριοχή.

alifetika-nea-2

Εικόνα 2. (α) Συνολική ετήσια παραγωγή (σε 103t) που καταγράφεται από τους διάφορους φορείς στις ελληνικές θάλασσες, 1928-2007. Οι φάσεις υποδεικνύουν τις περιόδους ανάπτυξης της ελληνικής αλιείας (τροποποιημένη από τους Hilborn and Walters (1992)). Οι σταυροί υποδεικνύουν την ανασυσταμένη παραγωγή κατά τη διάρκεια 1970-2004, ύστερα από την προσθήκη της παραγωγής των παράκτιων σκαφών με ισχύ μηχανής < 19HP. (β) ετήσια ανασυσταμένη παραγωγή ανά εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια εργαλεία), 1928-2007.

Η ετήσια συνολική παραγωγή ανά αλιευτικό εργαλείο και περιοχή την περίοδο 1928-2007 φαίνεται στην εικόνα 3. Οι παραγωγές από τις μηχανότρατες και τα παράκτια σκάφη γενικά εμφάνισαν τη μέγιστη τιμή τους κατά τη διάρκεια των ετών 1990-1998 για τις περισσότερες υποπεριοχές, ενώ οι παραγωγές από τα γρι-γρι και τις βιντζότρατες εμφάνισαν μέγιστο για πιο εκτεταμένη περίοδο (1965-1999), ανάλογα με την υποπεριοχή (Εικ. 3).

Στην υποπεριοχή S12 (Κεντρικό Αιγαίο) περισσότερο από το 95% της παραγωγής προέρχεται από τις μηχανότρατες, τα γρι-γρι και τα παράκτια σκάφη, ενώ η παραγωγή των γρι-γρι είναι μεγαλύτερη στις υποπεριοχές S8 (Αργολικός κόλπος), S11 (Παγασσητικός κόλπος), S13 (Θερμαϊκός κόλπος) και S14 (Θρακικό Πέλαγος) και της παράκτιας αλιείας σε όλες τις υπόλοιπες υποπεριοχές (Εικ. 3).

Επίσης, παρατηρήθηκε μείωση της συμμετοχής ορισμένων ειδών στο συνολικό αλίευμα κάθε υποπεριοχής (σε περισσότερες από έξι υποπεριοχές) και εργαλείου ανάμεσα στις χρονικές περιόδους 1929-1969 και 1970-2007 για τα είδη (Moutopoulos & Stergiou, 2012) Spicara smaris, Sardinella aurita, Sardina pilchardus, Mullus surmuletus και Sarda sarda, ενώ παρατηρήθηκε αύξηση (σε περισσότερες από επτά υποπεριοχές) για τα είδη Boops boops, Engraulis encrasicolus, Merluccius merluccius, Mugilidae, Octopus vulgaris, Thunnus spp., Trachurus mediterraneus, Scomber japonicus και Xiphias gladius.

alieftika-nea-3

Εικόνα 3. Ετήσια συνολική (για όλα τα είδη μαζί) παραγωγή ανά εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια εργαλεία) και υποπεριοχή (οι λεζάντες των υποπεριοχών φαίνονται στην Εικ. 1), στις ελληνικές θάλασσες, 1928-2007.

Χρησιμότητα και προοπτικές
Η ανασύσταση της παραγωγής έχει ως σκοπό να δώσει μια πρώτη εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής αλιείας από την περίοδο της επίσημης έναρξης καταγραφής της αλιευτικής δραστηριότητας έως σήμερα (1928-2007). Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στην παρούσα φάση η ανασύσταση της παραγωγής δεν ενσωματώνει: (α) τις διαχρονικές δομικές μεταβολές της αλιευτικής προσπάθειας τόσο όσον αφορά στον αριθμό των σκαφών ανά τύπο αλιευτικού εργαλείου όσο και στη μεταβολή της αλιευτικής έντασης ανά τύπο εργαλείου και (β) τις ποσότητες των απορριπτόμενων αλιευμάτων.

Παρ’ολ’ αυτά, μελλοντικά σκοπεύουμε να λάβουμε υπόψη στην ανασύσταση της αλιευτικής παραγωγής και τα δύο αυτά σημεία. Η ανασυσταμένη αλιευτική παραγωγή πλεονεκτεί από τα μεμονωμένα δεδομένα αλιευτικής παραγωγής που προέρχονται από τους επίσημους φορείς συλλογής δεδομένων σε: (α) μέγεθος χρονοσειράς και χρονική συνέχεια (1928-2007, χωρίς την απουσία κενών ετών), (β) χωρική κάλυψη (κατανομή σε 16 υποπεριοχές των ελληνικών θαλασσών), (γ) ταξονομική ομοιογένεια (συμμετοχή των ίδιων σχεδόν ειδών σε ολόκληρη τη χρονοσειρά) και (δ) διαχωρισμό ανά αλιευτικό εργαλείο για όλα τα μηχανοκίνητα σκάφη (συμπεριλαμβανομένων και των σκαφών της μικρής παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP).

Η αλιευτική παραγωγή για την περίοδο 1928-2007 εμφάνισε τέσσερις ευδιάκριτες φάσεις εξέλιξης: 1928-1946 (πρώιμη), 1947-1969 (αυξητική), 1970-1994 (πλήρους αλίευσης έως υπεραλίευσης) και 1995-2007 (συρρίκνωσης). Οι κύριες φάσεις αλλαγής των τάσεων συμβαδίζουν χρονολογικά με τις σημαντικότερες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τον προηγούμενο αιώνα (Moutopoulos and Stergiou, 2011).

Η επίσημη έναρξη λειτουργίας του διοικητικού τομέα της ελληνικής αλιείας γίνεται το 1911 με τη σύσταση ειδικού τμήματος αλιείας, το οποίο υπαγόταν στο Υπουργείο Οικονομικών (Τσακάκης, 1950). Η ελληνική αλιεία αρχίζει, ουσιαστικά, να οργανώνεται επιχειρησιακά μετά από την εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο (1923-1924) και τις επερχόμενες οικονομικές ενισχύσεις από την Κοινωνία των Εθνών (Παπαρηγόπουλος, 1932), οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ως μια πρώιμη μορφή οικονομικής ενίσχυσης (βλέπε π.χ. Sumaila et al., 2010).

Την ίδια περίοδο ξεκινά η οικονομική ενίσχυση του αλιευτικού τομέα από την Αγροτική Τράπεζα (Ν αρ. 5262/1931), η οποία στις οικονομικές ενισχύσεις που παρείχε στον αγροτικό τομέα, συμπεριέλαβε και τον τομέα της αλιείας (Ανανιάδης, 1968). Ωστόσο, η οικονομική χρεωκοπία της Ελλάδας το 1932 ανέστειλε τις ενέργειες για την οργάνωση της αλιείας και της έρευνας των αλιευτικών αποθεμάτων και τις μετάθεσε ουσιαστικά μετά το 1936.

Κατά τη διάρκεια της πρώιμης αναπτυξιακά φάσης (1928-1946) η μέση ετήσια παραγωγή ήταν κατά 11,3 φορές μικρότερη συγκριτικά με τη μέγιστη παραγωγή της σύγχρονης περιόδου (1994) (Εικόνα 2α). Αυτό οφείλονταν στο ότι η ελληνική αλιεία χαρακτηρίζονταν από μικρό αριθμό εξοπλισμένων αλιευτικών σκαφών, λόγω της ύπαρξης ενός μεγάλου ποσοστού μη μηχανοκίνητων σκαφών (την περίοδο 1928-1931 μηχανές διαθέτουν το 5,8% και 19,4% των σκαφών του γρι-γρι και της μηχανότρατας, αντίστοιχα) και το σύνολο των σκαφών της παράκτιας αλιείας (ΓΣΥΕ, 1935) και τη μικρή χωρητικότητα των σκαφών (το 1938 περισσότερο από το 90% του αριθμού των μηχανοτρατών είχαν χωρητικότητα που κυμαίνονταν από 1-20 κόρους, ενώ το 1956 παρόμοιο σχεδόν ποσοστό αντιπροσώπευαν οι μηχανότρατες με χωρητικότητα μεγαλύτερη από 15 κόρους (Ανανιάδης, 1962) και την περίοδο 1991-2007 οι μηχανότρατες με χωρητικότητα από 30 έως 200 κόρους (Κονδυλάκης, 2012).

Έτσι, η αλιεία πραγματοποιούνταν σε γειτνίαση με τα σημαντικότερα λιμάνια και πόλεις και σπάνια εκτείνονταν: (α) χωρικά σε πιο απομακρυσμένες περιοχές και βάθη μεγαλύτερα των 100 m (πριν 1928) και των 200 m (μετά το 1928) (Ανανιάδης, 1984) και (β) χρονικά σε περισσότερες από 150-170 ημέρες αλιείας το χρόνο (1938) (Ananiadis, 1970) σε σύγκριση με τις περίπου 240 ημέρες το χρόνο στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1990 (Anonymous, 2001).

Επίσης, ένα ποσοστό των εμπορικών αλιευμάτων δεν έφθανε στις ιχθυαγορές και απορρίπτονταν (περίπου το 8% του εμπορικού τμήματος της παραγωγής: Ανανιάδης, 1968), λόγω της απουσίας ενός οργανωμένου δικτύου διανομής (ιχθυόσκαλες, οδικό και θαλάσσιο δίκτυο) (Σερμπέτης, 1949α) και του μικρού αριθμού μεταποιητικών μονάδων (από τρεις μονάδες την περίοδο 1928-1939 (Παπαναστασίου, 1990) σε περισσότερες από 50 μετά το 1965 (Ανανιάδης, 1968).

Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος (1940-1945) καθυστέρησε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής αλιείας που ξεκίνησε μετά το 1936 και επανέφερε την ελληνική αλιεία στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν το 1928. Κατά την περίοδο έπειτα από το τέλος του πολέμου και για μερικά χρόνια μετά (1946-1954), η Ελλάδα χρηματοδοτούνταν, για την αποκατάσταση των βασικών λειτουργιών του κράτους, από διεθνείς οργανισμούς (Βετσόπουλος, 2007).

Ένα ποσοστό αυτής της βοήθειας (12,1%) κατευθύνθηκε στον αλιευτικό τομέα (Ανανιάδης, 1968). Αυτή η χρηματοδότηση ήταν, σε απόλυτους αριθμούς, μεγαλύτερη ακόμη και από το διπλάσιο ποσό της χρηματοδότησης που δόθηκε στον αλιευτικό τομέα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1924-1939) (Σερμπέτης, 1949β) και υποστήριξε την αλιεία την περίοδο της αυξητικής φάσης (1946-1969) (Εικ. 2α).

Έτσι, η ελληνική αλιεία εκσυγχρονίστηκε (Ananiadis, 1970) και σε συνδυασμό με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην υπόλοιπη Ελλάδα (1948), επεκτάθηκε σε νέα αλιευτικά πεδία. Μετά το 1963 η παρακολούθηση της αλιείας (1963: ίδρυση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας), η έρευνα (1965: ίδρυση Ινστιτούτου Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών Ελλάδας (Ι.ΩΚ.Α.Ε) (Ν.4482/1965), νυν Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών) και η νομοθεσία (Βασιλικό Διάταγμα 666/1966: πρώτα τεχνικά μέτρα για την αλιεία, χωρικοί-χρονικοί περιορισμοί και ελάχιστα μεγέθη αλιευόμενων ειδών) άρχισαν να οργανώνονται.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανάπτυξη ενός καλά οργανωμένου δικτύου διανομής αλιευτικών προϊόντων με τη δημιουργία νέων ιχθυοσκαλών (Νόμος 4457/1965 αρ. 5 παρ. 1) στα περισσότερα λιμάνια της Ελλάδας, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να αυξηθεί από πέντε σε έντεκα ιχθυόσκαλες την περίοδο 1964-1994 (Ανανιάδης, 1968).

Τα παραπάνω γεγονότα, σε συνδυασμό με την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1981) και τα αναπτυξιακά Πολυετή Προγράμματα Προσανατολισμού (1982-2002) είχαν ως αποτέλεσμα τον έντονο εκσυγχρονισμό της ελληνικής αλιείας και συνεπακόλουθα τη ραγδαία αύξηση της παραγωγής (Stergiou et al., 1997, 2007α) την περίοδο 1970-1994 (πλήρως ανεπτυγμένη έως υπεραλιευμένη φάση).

Έτσι, τα αλιευτικά σκάφη επεκτάθηκαν χωρικά σε νέα αλιευτικά πεδία (στα βαθύτερα σημεία του Ιονίου μέχρι τα 500 m, στις απομακρυσμένες περιοχές των Δωδεκανήσων) και αύξησαν τη διάρκεια της αλιευτικής δραστηριότητας τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και σε ετήσια βάση (Anonymous, 2001). Η μέση ετήσια παραγωγή που προέρχονταν από τις πιο απομακρυσμένες υποπεριοχές (Νότιο Ιόνιο, Δωδεκάνησα και Κρητικό Πέλαγος) αυξήθηκε κατά 12,9 φορές μεταξύ των ετών 1928-1939 και 1970-1994, ενώ αντίθετα η παραγωγή που προέρχονταν από τους ημίκλειστους κόλπους (Σαρωνικός, Κορινθιακός, Ευβοϊκός, Παγασσητικός και Θερμαϊκός) αυξήθηκε μόνο κατά 0,6 φορές στις παραπάνω περιόδους (Moutopoulos & Stergiou, 2011, Stergiou et al., 2007β).

Η τελευταία περίοδος της χρονοσειράς (1995-2007) φαίνεται να διαχωρίζεται σε δυο περιόδους, μια που χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση (1995-2001) και μια που χαρακτηρίζεται από βαθμιαία αύξηση της παραγωγής (2002-2007). Αυτές οι μεταβολές ενδεχόμενα να οφείλονται σε έναν ή περισσότερους παράγοντες όπως είναι: (α) η μείωση του αριθμού των σκαφών για όλους τους τύπους αλιευτικών εργαλείων την περίοδο 1991-2007 (περίπου 30% του συνολικού αριθμού του αλιευτικού στόλου), (β) οι αλλαγές στην αποδοτικότητα της αλιευτικής δραστηριότητας ή/και στις τακτικές αλιείας ορισμένων τύπων αλιευτικών εργαλείων, (γ) η μείωση της βιομάζας των αποθεμάτων και (δ) μια αλλαγή στο σύστημα καταγραφής των επίσημων στοιχείων αλιείας από την ΕΛΣΤΑΤ (Μουτόπουλος & Κουτσικόπουλος, 2012).

Η μείωση της συμμετοχής της παραγωγής από τις βιντζότρατες (Εικόνες 2β και 3) μπορεί να αποδοθεί: (α) στην απαγόρευση της έκδοσης νέων αδειών σε όλη την επικράτεια στα πλαίσια μέτρων περιορισμού του αριθμού των αλιευτικών σκαφών της βιντζότρατας που ξεκίνησε από το 1980 με το Π.Δ. 553/79 και (β) στη βαθμιαία απόσυρση των σκαφών που χρησιμοποιούν το εργαλείο αυτό στις ελληνικές θάλασσες με οικονομική ενίσχυση από Εθνικούς και Ευρωπαϊκούς πόρους, η οποία ξεκίνησε το 1987 και θα σταματήσει με την πλήρη απαγόρευση άσκησης της αλιευτικής δραστηριότητας με αυτό το εργαλείο το 2013 (ER 1967/2006).

Η αυξημένη συμμετοχή της παραγωγής της μηχανότρατας κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είναι πιθανό να οφείλεται στον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών σκαφών και στη χωρική (οριζόντια και βαθυμετρική) επέκταση της αλιείας με μηχανότρατα (Papaconstantinou and Farrugio, 2000, Anonymous, 2001).

Η μειωμένη συμμετοχή της παραγωγής που προέρχεται από τα γρι-γρι κατά τη διάρκεια των ετών 1964-2007 μπορεί να αποδοθεί στη μείωση της αφθονίας των μικρών και των μεσαίων πελαγικών ειδών των ψαριών στα πρόσφατα χρόνια και ειδικότερα στην έντονη αύξηση της παραγωγής της παράκτιας αλιείας και της μηχανότρατας, τα οποία στοχεύουν σε βενθοπελαγικά είδη (Stergiou et al., 2007β).

Η έντονη αύξηση της συμμετοχής της παράκτιας αλιείας στη συνολική παραγωγή την περίοδο 1964-1999 μπορεί να αποδοθεί στον εκσυγχρονισμό των σκαφών (Papaconstantinou and Faruggio, 2000), που επέτρεψε στην επέκταση της αλιευτικής δραστηριότητας σε βαθύτερες και πιο απομακρυσμένες περιοχές από ότι παλαιότερα και οδήγησε στη βαθμιαία συμμετοχή της παράκτιας αλιείας στην αλιεία μεγάλων πελαγικών και βαθυπελαγικών ειδών ψαριών (Anonymous, 2001).

Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής της παράκτιας αλιείας συχνά κατευθύνεται στις τοπικές αγορές και τα εστιατόρια (Tzanatos et al., 2006), χωρίς να έχει προηγηθεί η καταγραφή της παραγωγής από τους επίσημους φορείς (ιχθυόσκαλες, ΕΛΣΤΑΤ). Έτσι, είναι πολύ πιθανό, η παραγωγή της παράκτιας αλιείας σε ολόκληρη την έκταση της χρονοσειράς να είναι υπο-εκτιμημένη και η παραγωγή των παράνομων και μη καταγεγραμμένων αλιευμάτων (Tinch et al., 2008) να είναι υψηλή.

Για το λόγο αυτό, η ακρίβεια στην εκτίμηση αυτών των παραγωγών είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη διαχείριση των ελληνικών αποθεμάτων. Σε κάθε περίπτωση η ανασύσταση της αλιευτικής παραγωγής, σε συνάρτηση με ιστορικά και κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία είναι χρήσιμη για την ιστορική διερεύνηση και τον επανακαθορισμό των σημείων αναφοράς της ελληνικής αλιείας.

Η παρούσα εργασία χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του 7ου Πλαισίου Προγραμμάτων (FP7/2007-2013) με το υπ. αρ. 244706/ECOKNOWS πρόγραμμα. Ωστόσο, η εργασία δεν αντανακλά τις απόψεις της ΕΕ και σε καμία περίπτωση δεν προσδοκά τη μελλοντική πολιτική της ΕΕ στην περιοχή.

Βιβλιογραφία

– Ανανιάδης K.I., 1968. Ελληνική Αλιεία. Προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης. Αθήνα, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, 281 σελ. – Ananiadis K.I., 1970. The effects of trawl fishing on the stocks of different commercial species in Greek waters. – Proceedings of the Hydrological Institute of Athens Academy, pp. 493-497.

– Ανανιάδης K.I., 1984. Ιστορία της αλιείας. Αθήνα, 222 σελ. (Ανατύπωση από τη Θαλάσσια Εγκυκλοπαίδεια (1962). Αθήνα, 450 σελ.). – Anonymous, 2001. Patterns and propensities in Greek fishing effort and catches. Report to the EU (DGXIV), Project 00/018, 36 pp + 179 pp appendices. – Βετσόπουλος A.B., 2007. Η Ελλάδα και το σχέδιο Μάρσαλ. Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Αθήνα, Gutenberg, Γ. Δαρδάνος & K. Δαρδάνος, 404 σελ.

– ΓΣΥ (Γεωργική Στατιστική Υπηρεσία), 1977-2009. Ετήσιες στατιστικές εκδόσεις. 32 τεύχη (για τα έτη 1975-2006), Αθήνα, Ελλάδα. – ΓΣΥΕ (Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας), 1934-1940. Στατιστική περί την εν Ελλάδι αλιείας. Ετήσια Στατιστικά στοιχεία για τα έτη 1928-1939, Τομέας B, Αθήνα, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας.

– ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), 1966-2009. Αποτελέσματα θαλάσσιας αλιείας με μηχανοκίνητα σκάφη. 44 τεύχη (για τα έτη 1964-2007), Αθήνα. – Hilborn R., Walters C.J., 1992. Quantitative fisheries stock assessment. New York, Chapman & Hall, 570 pp. Κονδυλάκης, Κ., 2012. Ιστορική εξέλιξη των τεχνικών χαρακτηριστικών των επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών στις ελληνικές θάλασσες την περίοδο 1964-2007. Πτυχιακή Διπλωματική Εργασία, ΤΕΙ Μεσολογγίου, Τμήμα Υδατοκαλλιεργειών και Αλιευτικής Διαχείρισης, 46 σελ. και 13 σελ. Παράρτημα.

– Moutopoulos D.K., Stergiou K.I., 2011. The evolution of the Greek fisheries during the 1928-1939 period. Acta Adriatica, 52(2): 183-200. – Μουτόπουλος Δ.Κ., 2012. Οικοσυστημικά μοντέλα για τη μελέτη και τη διαχείριση της ελληνικής αλιείας: εφαρμογή στο Ιόνιο. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας, Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, 153 σελ. και 46 σελ. Παράρτημα.

– Μουτόπουλος Δ.Κ. & Κουτσικόπουλος Κ., 2012. Παράδοξα πρότυπα στις καταγραφές της αλιευτικής παραγωγής από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Πρακτικά 10ου Συμποσίου Ωκεανογραφίας & Αλιείας. – Moutopoulos D.K., Stergiou K.I., 2012. Spatial disentangling of Greek commercial fisheries landings by gear between 1928-2007. Journal of Biological Research. – Moutopoulos D.K., Stergiou K.I., 2012. Long-term changes in the species composition of the landings by subareas and gear in Greek fisheries, 1928-2007. 10th Symposium on Oceanography & Fisheries. Abstracts, 159 pp.

– Παπαναστασίου Δ., 1990. Τεχνολογία και ποιοτικός έλεγχος θαλασσινών. Αθήνα, Ιον, 850 σελ.

– Παπαρρηγόπουλος, Κ., 1932. Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 466 σελ.

– Papaconstantinou C., Farrugio H., 2000. Fisheries in the Mediterranean. Mediterranean Marine Science, 1/1: 5-18. Pauly D. 1995. Anecdotes and the shifting baseline syndrome of fisheries. TREE, 10: 430. Sahrhage D., Lundbeck J., 1992. A history of fishing. Berlin, Springer-Verlag, 348 pp. Σερμπέτης Χ., 1949α. Η κατάσταση της ελληνικής αλιείας το 1947. Εκδόσεις Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας-Γενική –

– Διεύθυνση αλιείας. Δελτίο εργαστηρίου αλιευτικής έρευνας 1948. Αθήνα, σελ. 87-93. Σερμπέτης Χ., 1949β.

– Τα οικονομικά της αλιείας το 1947. Εκδόσεις Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας-Γενική Διεύθυνση αλιείας.

– Δελτίο εργαστηρίου αλιευτικής έρευνας 1948. Αθήνα, σελ. 94-131. Sumaila U.R., Khan A.S., Dyck A.J., Watson R., Munro G., Tyedmers P., Pauly D., 2010. A bottom-up re-estimation of global fisheries subsidies. J Bioecon, 12: 201-225. – Stergiou K.I., Christou E.D., Georgopoulos D., Zenetos A., Souvermezoglou C., 1997. The Hellenic Seas: Physics, Chemistry, Biology and Fisheries. Oceanography and Marine Biology: an Annual Review, 35: 415-538.

– Stergiou K.I., Moutopoulos D.K., Tsikliras A.C., Papaconstantinou C., 2007α. Hellenic marine fisheries: a general perspective from the national statistical service data. In: Papaconstantinou C., Zenetos A., Vassilopoulou V., Tserpes G., eds. State of the Hellenic marine fisheries. Athens, Hellenic Centre for Marine Research: 141-150. – Stergiou K.I., Moutopoulos D.K., Tsikliras A.C., 2007β. Spatial and temporal variability in Hellenic marine fisheries landings. In: Papaconstantinou C., Zenetos A., Vassilopoulou V., Tserpes G., eds.. State of the Hellenic marine fisheries. Athens, Hellenic Centre for Marine Research, pp. 132-140. Tinch R., Dickie I., Lanz B., 2008. Costs of Illegal, Unreported and Unregulated (IUU) Fishing in EU Fisheries. Economics for the Environment Consultancy Ltd, London, 75 p.

– Τσακάκης Σ., 1950. Η αλιεία στην Ελλάδα. Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος. Αθήνα, Τόμος 7ος, σελ. 1479-1484. – Tsikliras A.C., Moutopoulos D.K., Stergiou K.I., 2007. Reconstruction of Greek marine fisheries landings, and comparison of national with the FAO statistics. In: Palomares M.L.D., Stergiou K.I., Pauly D., eds. Fishes in Databases and – Ecosystems. Vancouver, Fisheries Centre Research Reports, 14(4): 1-17.

– Tzanatos E., Dimitriou E., Papaharisis L., Roussi A., Somarakis S., Koutsikopoulos C., 2006. Principal socio-economic characteristics of the Greek small-scale coastal fishermen. Ocean & Coastal Management, 49(7-8): 511-527. – Zeller D., Pauly D., 2006. Reconstruction of marine fisheries catches for key countries and regions (1950-2005). Vancouver, Fisheries Centre Research Reports, 15(2).

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.