Κι η εθνική μας απαξίωση
Γράφει ο: Π. Σ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Καρακάση 79, 544 53 Θεσσαλονίκη
Email: [email protected]
Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να καυτηριάσει και να σχολιάσει ένα χρόνιο Ελληνικό Πρόβλημα– χωρίς να ξεφεύγει από το περιεxόμενο του τίτλου, αλλά με αφορμή αυτό. Μιλώ για την Εθνική Γκρίνια, που αγγίζει και την ιχθυολογία και τους φορείς της. Μπορώ να την πω κι Εθνική Μιζέρια, γιατί δεν υπάρχει στιγμή σ’ αυτή τη χώρα που κάποιος να μη … γκρινιάζει ή να τα βάζει με τους άλλους που του φταίνε για Τούτο ή για Κείνο, συνήθως βγάζοντας τον εαυτό του, τον κλάδο του ή την ιδεολογία τους απέξω, από έλλειψη αυτογνωσίας, θα πω.
Αλλά κι αν το κάνει σπάνια το μετουσιώνει σε πράξη ή άλλη στάση ζωής. Ας μας πει κάποιος για το τι έκανε ή κάνει αυτός για τη χώρα του, καθώς και γιατί μηδενίζει όσα έχουν κάνει άλλοι χρόνια τώρα. Μάταιος κόπος θα πείτε. Συμφωνώ. Ωστόσο, η απογοήτευση μπορεί να είναι σε υψηλό βαθμό δικαιολογημένη, αλλά δεν αποτελεί μέθοδο λύσης προβλημάτων κι αυτό το ξέρουν καλά όσοι προσπαθούν.
Συχνά αναρωτιέμαι: γιατί δεν παίρνουν υπόψη τους, οι μονίμως γκρινιάζοντες, ότι η χώρα αυτή έχει κάνει τόσα και τόσα στην νεότερη ιστορία της; Μπορεί αυτά – από πνευματική άποψη – να μην είναι εφάμιλλα των αρχαίων, ή όσα, τέλος πάντων, αυτοί θα θέλανε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι κι αυτά τα λίγα που έκαναν οι ταγοί αυτής της χώρας, την κάνουν να ξεχωρίζει σαφώς από τις γειτονικές της, με τις οποίες είχε κι έχει το ίδιο ιστορικό πεπρωμένο.
Κάποτε στο εξωτερικό με ρωτήσε κάποιος – μάλλον ειρωνικά – τη σχέση έχουμε εμείς με τους Αρχαίους Έλληνες και τα σπουδαία επιτεύγματά τους. Του απάντησα ευθαρσώς πως: από βιολογική άποψη απολύτως καμιά, αν και μας συνδέει η κοινή γλώσσα. Προσέθεσα, όμως αμέσως, ότι δε χρειάζεται να επικαλούμαι – εγώ κι συμπατριώτες μου -, για άλλοθι το Μαραθώνα, γιατί οι δικοί μας γονείς πολέμησαν στην Αλβανία, όταν όλη η Ευρώπη, πλην Βρεττανίας, είχε υποταγεί στους φασίστες.
Και καθώς άναψε η συζήτηση – γιατί ήταν κι άλλοι παρόντες -, είπα ότι ο Ελληνικός Εμπορικός Στόλος είναι και παραμένει πρώτος στον Κόσμο κι ας μην έχουμε αυτοκινητοβιομηχανία, ούτ’ αποικίες κι υπερπόντια πλούτη. Είπα ακόμη ότι οι Ελληνες ξέρουμε να εκτρέφουμε θαλασσινά ψάρια κι ότι εκεί στα φτωχά μας παράλια, «με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια», εκεί που έχουμε «τα κλίματατα σειρά στου γλαυκού το γειτόνεμα», αγαπάμε – μέχρι θανάτου – την Ελευθερία, ονειρευόμαστε και τραγουδάμε πολύ, γράφουμε ποιήματα και φιλοσοφούμε κάτω από ένα «αβάσταχτο» ουρανό. Δεν του είπα, βέβαια, κι ότι είμαστε αθαράπευτα ατομιστές και γκρινιάρηδες και πάντα ανικανοποίητοι…
Όμως δεν είμαστε όλοι ίδιοι…. Να μερικά παραδείγματα από αυτή, την Άλλη Ελλάδα.
Η κυρία από το Αίγιο. Στους σεισμούς του Αιγίου, πριν πολλά χρόνια, τα αδηφάγα κανάλια ρωτούσανε επίμονα μια σεβάσμια κυρία για το τι (δεν) κάνει το Κράτος για τους σεισμόπληκτους. Κι εκείνη απάντησε με έξοχη αξιοπρέπεια περίπου ως εξής: … μην τα περιμένουμε όλα από το Κράτος. Τι να πρωτοκάνει κι αυτό.
Το σιτικό κι η Ελληνική Γεωργία. Ένας, μακαρίτης πια, καθηγητής της Γεωπονίας του ΑΠΘ, που είχε κάνει στην Αμερική, μου έλεγε ότι στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια διδάσκεται το Ελληνικό Γεωργικό Θαύμα. Δηλαδή, πως μια χώρα γεωργικά καθυστερημένη κατάφερε να λύσει πολλά γεωργικά προβλήματα, όπως το σιτικό και να γίνει εξαγωγική στα οπωρο-λαχανικά και στο σιτάρι.
Είπα το σιτικό γιατί ήταν ένα πρόβλημα που ταλάνιζε δεκαετίες τον λιμοκτονούντα Ελληνικό Λαό, και θυμήθηκα τα φοιτητικά μου, τότε που διαβάζαμε στις εφημερίδες ότι ο τάδε υπουργός πήγε στην Αίγυπτο για να υπογράψει συμφωνίες για εισαγωγή σίτου. Θυμίζω, επίσης ότι πολλοί νεοέλληνες έμποροι, όπως ο πολύς Ανδρέας Συγγρός, κ.ά., πλούτισαν κι από το εμπόριο σίτου. Το σιτικό, λοιπόν, λύθηκε με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις κι η Ελλάδα όχι μόνο έγινε αυτάρκης σε σιτηρά κι ο κόσμος χόρτασε ψωμί – βοηθούσης και της μείωσης της κατανάλωσης λόγω ευημερίας – τότε που, αντίθετα με το σήμερα, αγοράζαμε το μαύρο, γιατί το άσπρο ήταν ακριβότερο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα κάνει κι εξαγωγές! Το ίδιο και με τα οπωροκηπευτικά και τα μεσογειακά προϊόντα.
Τα μέρλιν και τα νεκταρίνια. Ποιός θυμάται – και τιμά θα πω – εκείνον που έφερε και καλλιέργησε τα πορτοκάλια μέρλιν (από το κτήμα Μέρλιν της Κέρκυρας; Δεν ξέρω), τα νεκταρίνια ή τα ακτινίδια; Αυτά τα περίεργα φρούτα, με καταγωγή από την Κίνα που τα είδα για πρώτη φορά στη Βιέννη κι ο Βιεννέζος μανάβης μου είπε ότι ήταν από την Ελλάδα. Δεν γνωρίζω αν αυτοί οι πρωτοπόροι καλλιεργητές ή γεωπόνοι έχουν τιμηθεί ποτέ από το Ελληνικό Κράτος.
Ο Ζαμπετάκης. Ο Χαράλαμπος Ζαμπετάκης υπήρξε καθηγητής στο ΑΠΘ που τιμήθηκε από το Γαλλικό Κράτος για τις πρωτοποριακές έρευνες του στις μούχλες των φυστικιών που έσωσαν την οικονομία πολλών Αφρικανικών χωρών. Ο ωραίος αυτός Ελληνας ήταν Κρητικός και διεύθυνε στο Παρίσι το εργαστήριο Κρυπρογαμίας (όπου ανήκουν κυρίως οι μικροσκοπικοί μύκητες, όπως οι μούχλες), παραιτήθηκε από καθηγητής στο ΑΠΘ, κυρίως γιατί η Γαλλίδα γυναίκα του είχε φαρμακείο σε ένα από τα νότα προάστια του Παρισιού κι αυτή κι οι δυο γαλλοθραμένες κόρες του, δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτός, όμως, παρέμενε Κρητίκαρος και στο γραφείο του, όπου γνώρισα σημαντικούς Ελληνες της παρισινής παροικίας, είχε πάντα και πρόσφερε λουκούμι και καφέ Ελληνικό, και ζητούσε να του τα φέρνουν, όσοι ερχόταν στην Ελλάδα. Μελετούσε, λοιπόν, τους κρυπτο-μύκητες με επιτελείο Αφρικανών και Γάλλων ερευνητών και σπουδαστών. Όταν πήρε σύνταξη το Γαλλικό Κράτος τον τίμησε, όπως προανέφερα.
Ο βασκός κι ο ψαράς. Κι εμείς εδώ τι κάνουμε; Πως τιμούμε τους Ελληνες πολίτες που πρόσφεραν στη χώρα; Κάθε χρόνο βλέπουμε και διαβάζουμε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι η Ακαδημία Αθηνών ετίμησαν τον Δείνα και τον Τάδε, αλλά ανάμεσά τους δεν είδα – ίσως να κάνω και λάθος – ένα γεροβοσκό από τη Ζούζουλη ή την Κυρα Παναγιά, ένα ψαρά από το Ασπρονήσι ή ένα παλιό τσαγκάρη από το Μοναστηράκι, ένα μαραγκό, ένα γεωργό, ένα δασεργάτη, ή… ή… που τόσα χρόνια – ας πούμε 60 ή 70 – προσφέρει τη δουλειά του στο Εθνος. Δεν το αξίζουν αυτοί το μετάλλιο; Θα πω αναμφίβολα ναι. Θυμάμαι το μακαρίτη τον πατέρα μου που έφερε με καμάρι ως το θάνατό του το μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης, γιατί έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα για την πατρίδα, όταν – τότε στην Κατοχή -, τον συνέλαβαν οι κατακτητές, αλλά τους δραπέτευσε, και τον κυνηγούσαν μες στη νύχτα πυροβολώντας τον…
Οι ιχθυοκαλλιέργειες. Και – για να μιλήσω και για ένα προσφιλή σε μένα χώρο – ούτε θυμάμαι να έχει τιμηθεί ο μακαρίτης ο Χρυσόστομος Τσιάλιος, που κρατούσε χρόνια τον Ιχθυογεννητικό Σταθμό του Λούρου που ήταν τον κέντρο διάδοσης της πεστροφο-καλλιέργειας στη χώρα μας. Ή για τις θαλασσοκαλλιέργειες, γενικότερα και τους φορείς της, που αποτελούν μιαν άλλη πρωτιά για την Ελλάδα. Απ’ όσο ξέρω – κι εδώ μπορεί να κάνω λάθος -, ούτε ο Θανάσης Φρέντζος τιμήθηκε ανάλογα.
Κι αν ίσως αναρωτηθούν μερικοί σήμερα ποιος είναι αυτός ή τον έχουν ξεχάσει γρήγορα ή όσοι, αληθινά, δεν τον ξέρουν – και δεν αποκλείεται να υπάρχουν γιατί ο ίδιος είναι πολύ σεμνός -, ας διαβάσουν το βιβλίο του Paul Greenberg με τίτλο: Four Fish, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα και στα Ελληνικά. Όμως, αφού εδώ παρουσιάζω τους ιχθυολόγους που γνώρισα, ας πω δυο λόγια και γι’ αυτόν.
Θανάσης Φρέντζος. Γεννήθηκε στην Εύβοια κι ένα διάστημα σπούδασε στο ΑΠΘ. Πρέπει να τον είχα στην τάξη μου που τους μάθαινα τα ψάρια. Ο ίδιος το θυμάται και το αναφέρει – εγώ όχι. Μετά βρέθηκε στην Αθήνα κι όταν πήρε το πτυχίο του πήγε στη Νέα Ζηλανδία. Γύρισε με διδακτορικό και γεμάτος ιδέες και πείσμα να τις υλοποιήσει. Στο παραπάνω βιβλίο ο συγγραφέας του αναφέρει την Εποποιία των πρώτων προσπαθειών.
(Δεν είναι υπερβολή αυτό το «Εποποιία». Για όσους ξέρουν, τέτοια ήταν η απαρχή των εκτροφών θαλασσινών ψαριών στην Ελλάδα). Ωστόσο, πέτυχε και ριζώθηκε ή μάλλον φούνταρε για τα καλά στην Ελλάδα. Και πλάϊ στους γνωστούς «αρπα-κόλλα» – αν θυμηθώ θα σας διηγηθώ άλλη φορά τέτοιες φαιδρές περιπατώσεις –, βρέθηκαν και καλοί επιχειρηματίες και σοβαρές επιστημονικές ομάδες στήριξης.
Επίλογος. Τελικά, είμαστε εχθροί μεταξύ μας; Το ερώτημα είναι ρητορικό και δεν νομίζω ότι έχει θετική απάντηση, γιατί οι Νεοέλληνες είμαστε από τους πλέον ομογενοποιημένους Ευρωπαίους…., αν και πολύ ξένο αίμα ρέει στις φλέβες μας – και ποιος δεν έχει, άλλωστε. Πρέπει, όμως, να πω, με αθαράπευτα διδακτικό ύφος, ότι ως λαός οφείλουμε να αναδεικνύουμε και να εμπνεόμαστε από λαμπρά παραδείγματα. Όπως διαπιστώσατε, κι εγώ πιστός στο εθνικό μας βίτσιο, δηλαδή τη γκρίνια, γκρίνιαξα με όλα και με όλους!
Θεσσαλονίκη, Γενάρης 2013